μυθοπλασία

μυθοπλασία
η
βλ. μυθοπλαστία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυθοπλαστία — και μυθοπλασία, η (ΑΜ μυθοπλαστία) η ενέργεια τού μυθοπλαστώ, η επινόηση μύθων, η μυθοποιία νεοελλ. 1. ιατρ. η παρουσίαση καθαρά φανταστικών γεγονότων, με αποτέλεσμα μια μυθιστορηματική εκδοχή τους, η οποία έχει παθολογική σημασία στο πλαίσιο τής …   Dictionary of Greek

  • παραμνησία — η ιατρ. διαταραχή τής μνήμης η οποία εκδηλώνεται με αντισταθμιστική μυθοπλασία για την κάλυψη αμνησιακών κενών, τα οποία στις ολικές αμνησίες τού τύπου τού συνδρόμου τού Κόρσακοφ αφορούν κυρίως το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κόρσακοφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Sergei Sergeievich Korsakov,Γκους Κρουστάλνι 1853 – Μόσχα 1900). Ρώσος νευροψυχίατρος, ιδρυτής της ψυχιατρικής σχολής της Μόσχας. Σπούδασε στη Μόσχα, αλλά και στη Βιέννη με τον Μέινερτ. Το 1892 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας… …   Dictionary of Greek

  • Μπέτι, Ούγκο — (Hugo Betti, Καμερίνο 1892 – Ρώμη 1953). Ιταλός ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και δημοσίευσε νεότατος τις Παραλλαγές του Κάτουλλου· στρατεύτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και πέρασε μια μεγάλη περίοδο στην… …   Dictionary of Greek

  • Μποβαρί, Μαντάμ — (Madame Bovary). Η ηρωίδα στο μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρί (1857). Αντλεί την εξαιρετική εκφραστική δύναμη και από μια ευρύτατη κλίμακα ανθρώπινων καταστάσεων προς τις οποίες ανταποκρίνεται· ο ίδιος ο Φλομπέρ είχε δηλώσει: «Εγώ …   Dictionary of Greek

  • μυθογραφία — η 1. η συγγραφή μύθων, η μυθοπλασία. 2. η συλλογή και επιστημονική έρευνα των μύθων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυθοπλαστία — μυθοπλαστία, η και μυθοπλασία, η η επινόηση μύθων, η μυθοποιία: Ταινίες μυθοπλασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”